Καρχηδονιακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχηδονιακός — και καρχηδονικός, ή, ό (Α καρχηδονιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Καρχηδόνα («ο πρώτος καρχηδονιακός πόλεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, όνος + κατάλ. ιακός (πρβλ. κυπρ ιακός, συρ ιακός)] … Dictionary of Greek
Καρχηδονιακόν — Καρχηδονιακός masc acc sg Καρχηδονιακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρχηδονιακῆς — Καρχηδονιακός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρχηδονιακῇ — Καρχηδονιακός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρχηδονιακή — Καρχηδονιακός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρχηδονιακῷ — Καρχηδονιακός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Καρχηδόνιος — α, ο (Α Καρχηδόνιος, ία, ον) ο κάτοικος τής αρχαίας πόλης Καρχηδόνος νεοελλ. καρχηδονιακός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών όνος + κατάλ. ιος (πρβλ. Τράγ ιος, Φρύγ ιος)] … Dictionary of Greek