καρχηδονιακός

καρχηδονιακός
καρχηδονιακός, -ή, -ό και καρχηδονικός, -ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καρχηδόνα: Ονομαστοί έμειναν οι καρχηδονιακοί πόλεμοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καρχηδονιακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχηδονιακός — και καρχηδονικός, ή, ό (Α καρχηδονιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Καρχηδόνα («ο πρώτος καρχηδονιακός πόλεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, όνος + κατάλ. ιακός (πρβλ. κυπρ ιακός, συρ ιακός)] …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδονιακόν — Καρχηδονιακός masc acc sg Καρχηδονιακός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρχηδονιακῆς — Καρχηδονιακός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρχηδονιακῇ — Καρχηδονιακός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρχηδονιακή — Καρχηδονιακός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρχηδονιακῷ — Καρχηδονιακός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνιος — α, ο (Α Καρχηδόνιος, ία, ον) ο κάτοικος τής αρχαίας πόλης Καρχηδόνος νεοελλ. καρχηδονιακός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών όνος + κατάλ. ιος (πρβλ. Τράγ ιος, Φρύγ ιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”